30 Ιαν 2019

#Photostoriesgame ή πώς ένα βιβλιοφιλικό παρεάκι στο instagram έγραψε μια μικρή ιστορία!

Γεια και χαρά, Χαρά εδώ!

Στο σημερινό post έχω τη χαρά να μοιραστώ μαζί σας το πρώτο #photostoriesgame στο οποίο πήραμε μέρος 12 bookstagrammers! Τι είναι αυτό; Γιατί το κάναμε; Ελάτε, πάρτε καφέ και θα σας πώ όλα!






H φίλη Αλεξάνδρα μάζεψε στο instagram άλλα 11 άτομα -που μοιραζόμαστε την ίδια τρέλα- και πρότεινε να γράψουμε μαζί μια ιστορία! Μια παράγραφος ο καθένας, που θα συνοδεύεται από μα δική μας αντίστοιχη φωτογραφία, και η οποία θα αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου κειμένου! Χωρίς να έχουμε σχεδιάσει κάτι από πριν, και χωρίς να μπορούμε να...επέμβουμε στο κείμενο του άλλου!

Θα μπορούσαμε 12 διαφορετικές προσωπικότητες να βγάλουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα; Χμμμ, κάτι κάναμε νομίζω! Η τελική γνώμη είναι δική σας! 

Εγώ δέχτηκα με χαρά το challenge- μιας και αποδέιχτηκε για μένα πρόκληση, αφού για πρώτη φορά έγραψα κέιμενο fantasy! Το διασκέδασα - όπως όλοι μας-, και είμαι έτοιμη να σας παρουσιάσω το τελικό αποτέλεσμα! Πριν το κάνω όμως αυτό, να σας παρουσιάσω και τους φίλους- bookstagrammers που μαζί ολοκληρώσαμε το πρώτο #photostoriesgame!













------------------------------


Καλή σας ανάγνωση !!!


------------------------------





Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε γυμνό γυναικείο σώμα από κοντά. Είχε σταθεί σε μια άκρη και την παρατηρούσε εδώ και λίγη ώρα. Η θέα της τον είχε μαγνητίσει. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Όταν την είδε πρώτη φορά, απ’ το παράθυρο στο κάστρο, να βγαίνει από τη θάλασσα, να παραπατάει και τελικά να σωριάζεται στα βότσαλα έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να τη βοηθήσει. Όμως τώρα που ήταν κοντά της, άλλες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του. Πλησίασε διστακτικά και την ακούμπησε στο χέρι. Ήταν ήδη πολύ κρύα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και έπειτα με γρήγορες κινήσεις έκανε αυτό που το ένστικτό του, του υποδείκνυε ως σωστό.
Σήκωσε το λευκό κορμί της στα μυώδη χέρια του. Χέρια που ήταν, αταίριαστα δυνατά για την ηλικία του. Καταπολέμησε τις γενετήσιες ορμές του και προχώρησε προς την κοντινή θαλασσοσπηλιά, που έπαιζε μικρός. Ήξερε πως αν η Αφέντρα του, έβλεπε αυτό το ανυπεράσπιστο πλάσμα που κρατούσε στα χέρια του, θα την έκανε μία ακόμα από τις σκλάβες της.


Φτάνοντας στην είσοδο της σπηλιάς, χρειάστηκε να σκύψει για να περάσει. Τον τελευταίο χρόνο τα κέρατα του είχαν μεγαλώσει με εκπληκτική ταχύτητα. Ακούμπησε κάτω την αναίσθητη πηγή της αναστάτωσης του. Ήταν μικρή και πανάλαφρη. Με γρήγορες εξασκημένες κινήσεις άναψε φωτιά, άπλωσε τον μανδύα του και την έβαλε να ξαπλώσει πάνω σε αυτόν. Τα μάτια του συνεχώς χάιδευαν το γυμνό κορμί της, αλλά είχε μάθει από πολύ μικρός, είχε φροντίσει η Αφέντρα για αυτό, πως το θηλυκό είναι αυτό που ορίζει, πότε και πως θα γίνει η πράξη.
Και τότε άνοιξε τα μάτια της.



Παραπατώντας άτσαλα, από την αγωνία μήπως η δαιμονική του εμφάνιση τρομάξει εκείνο το εύθραυστο πλάσμα, κρύφτηκε μέσα στις σκιές που δημιουργούσε η φωτιά, καθώς έγλειφε τους αλμυρούς τοίχους της σπηλιάς. Με το στήθος του να πάλλεται με γρήγορο ρυθμό, γύρισε δειλά το βλέμμα του στο κορίτσι και παρατήρησε το πρόσωπό του σαστισμένος. Δεν φαινόταν να έχει συναίσθηση του χώρου γύρω της. Το κάτω χείλος της κρεμόταν μισάνοιχτο και τα μάτια της έμοιαζαν με σφαίρες από μαύρο, σπασμένο γυαλί και μέσα από τις ρωγμές έφεγγε ένα κόκκινο φως.


...

Η κοπέλα είχε πλέον ανακτήσει τις δυνάμεις της, παρατηρώντας διεξοδικά τον χώρο της σπηλιάς. Ανακάθισε, ακουμπώντας στους αγκώνες της. Η φωτιά τράβηξε το βλέμμα της, ενώ μυρωδιά μούχλας κατέκλυζε την όσφρηση της. Τον είχε παρατηρήσει ήδη εκεί πίσω. Αισθανόταν την αγωνία, αλλά και την λαγνεία που του δημιουργούσε μέσα του, αφήνοντας ένα μειδίαμα να σχηματιστεί στο πρόσωπο της. Σηκώθηκε όρθια, τυλίχτηκε με τον μανδύα, ρίχνοντας την ματιά της στο πλάσμα που ήταν καθισμένο κατάχαμα.




Ξάφνου, τα μάτια της σπινθηροβόλησαν, σαν φλόγες που αναζωπυρώνει ο άνεμος, ενώ το δέρμα της απέκτησε μια αχνή λάμψη. Η αβοήθητη κοπέλα φάνταζε ξαφνικά επιβλητική, απόκοσμη! Δεν της προκαλούσε φόβο, παρά πλησιάζοντας τον, την άκουσε να λέει:
«Άγκ’θαρ, σε βρίσκω.»
Στο άκουσμα του ονόματός του, πάγωσε.
«Το πρώτο χιόνι. Η προφητεία. Ξεκίνησε…», του ξαναείπε και σηκώνοντας το χέρι της, έδειξε προς το άνοιγμα της σπηλιάς.
Ένα πέπλο χιονιού κάλυπτε ήδη το έδαφος.
Το πλάσμα έκανε υπερπροσπάθεια να μην προδώσει τον όρκο που είχε δώσει στην Αφέντρα. Εκείνη πέταξε το μανδύα και με απόκοσμο φως στα μάτια τον πλησίασε. Τα χείλη της σχεδόν ακούμπησαν στα χείλη του και του ψιθύρισε:
«Θα μου δείξεις Άγκ’θαρ το μυστικό πέρασμα;»

Το βλέμμα της δεν ήταν ανθρώπινο. Τον μάγεψε. Καθώς ακούμπησε τα χείλη της απαλά στα χείλη του, το φως πέρασε και στα δικά του μάτια. Το βλέμμα του, πλέον, δεν εστίαζε.
«Θα σου δείξω ό,τι θέλεις Αφέντρα!» απάντησε υπνωτισμένος.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς το βάθος της σπηλιάς. Εκείνη ακολούθησε. Έφτασαν σε τοίχο. Το σκοτάδι τους κύκλωσε, αλλά το πλάσμα ήξερε καλά που πατούσε. Άφησε το σπαθί και ακούμπησε τις δυο παλάμες του στο κέντρο του τοίχου. Ο τοίχος άρχισε να εξαφανίζεται αθόρυβα από μπροστά τους.
Το σπαθί του βρισκόταν ήδη στο χέρι της. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το κατέβασε με δύναμη στα κέρατά του. Εκείνα έπεσαν με γδούπο στο έδαφος. Μια κραυγή βγήκε από το στόμα του. Τα μάτια του γέμισαν τρόμο. Τα κέρατα ήταν η πηγή της δύναμης του και εκείνη φαινόταν να το γνωρίζει καλά. Έσκυψε, πήρε τα κέρατά στα χέρια της και τα χάιδεψε. Σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε επιτέλους αυτό που χρόνια άκουγε στην προφητεία.
Περίμενε υπομονετικά μέσα στο νερό, κοιτάζοντας επίμονα προς την είσοδο της σπηλιάς. Τον είχε δει να την σηκώνει και να την πηγαίνει στην σπηλιά. Είχε παρατηρήσει τις λάμψεις από τις φλόγες που αντανακλούσαν στα τοιχώματα της σπηλιάς. Συγκεντρωμένος στην αποστολή του, να παρακολουθεί και να επιστρέψει με πληροφορίες, άργησε να προσέξει τις χιονονιφάδες που έπεφταν με όλο και γρηγορότερο ρυθμό.

Και τότε άκουσε την κραυγή που πάγωσε το αίμα του και κατάλαβε.
Η προφητεία είχε ξεκινήσει. Έπρεπε να μεταφέρει τα νέα. Τα μάτια του καλύφθηκαν με μπλε πέπλο, χτύπησε την ουρά του με δύναμη και με κινήσεις γρήγορες και κοφτές, κολύμπησε προς το ιερό στα βάθη της Λαούτ.
Τα νέα που θα έφερνε θα προκαλούσαν αναστάτωση, αλλά και την αρχή του τέλους.
Του τέλους της Αφέντρας.

Η ζοφερή αυτή γυναίκα με το απόκοσμο φως στα μάτια τον είχε αφυπνίσει. Ήταν εγκλωβισμένος σε αυτό το σώμα για χρόνια. Νόμιζε ότι αυτή ήταν η πορεία του. Έτσι του είχε υποδείξει τόσα χρόνια η Αφέντρα. Όμως έσφαλε. Ήταν ένας σιωπηλός σκλάβος δίχως καμία γνώση.
Η προφητεία έδειχνε τον δρόμο της, πλέον ήταν καθαρός δίχως τα αγκάθια που θα τρυπούσαν τα πέλματα του, στο διάβα του.
Η μήπως έκανε λάθος;
Ίσως όλο αυτό ήταν μια δίνη που του προκαλούσε εκείνη, αφού κατάφερε να τον αφοπλίσει. Δεν ήξερε ποιον δρόμο να ακολουθήσει. Το σίγουρο όμως ήταν ότι αυτή η σατανική παρουσία ήξερε και θα τον έπαιρνε και αυτόν μαζί της.
Η κρυφή πόρτα στην σπηλιά άνοιξε. Ο τοίχος σύρθηκε με έναν ενοχλητικά αργό τόνο. Η σκόνη της θόλωσε την ορατότητα, άλλα αυτό δεν κράτησε πολύ. Πλέον μπροστά στα μάτια της αντίκριζε το γνωστό ανάκτορο. Ο Άγκ’θαρ ήταν έτοιμος να θυσιαστεί χωρίς να το γνωρίζει. Εκείνη χαμογέλασε. Έπειτα το χαμόγελο μεταμορφώθηκε σε ένα υστερικό γέλιο. Εκείνος τρόμαξε για λίγα μόνο λεπτά, έπειτα βάδισε υπνωτισμένος μαζί της.

Σύντομα θα ανέβαινε τα σκαλιά, θα άνοιγε την πύλη κι επιτέλους, θα ήταν πίσω στο πραγματικό της σπίτι. Η προσμονή όσων θα ακολουθούσαν την είχε κατακλύσει, τόσο που δεν πρόσεξε νωρίτερα τριγύρω. Ήταν περικυκλωμένη. Μαυροφορεμένοι στρατιώτες έτειναν λόγχες προς το μέρος της. Το βήμα της σταμάτησε και το χαμόγελό της έσβησε.
Ο υπνωτισμένος σκλάβος της είχε επίσης παγώσει. Θα του φώναζε κάτι, μα με μιας τα μάτια της γούρλωσαν και η καρδιά της έχασε έναν χτύπο. Ο Άγκ’θαρ σωριάστηκε πρηνής, μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο στο λαιμό του. Το χιόνι βάφτηκε κόκκινο και η Αφέντρα της Λαούτ είχε εμφανιστεί.
Πίσω; Δίπλα; Στην κορυφή της σκάλας;
Όχι, βρέθηκε τελικά μπροστά της.
«Αγαπημένη μου αδελφή, νόμιζες δεν θα έβλεπα το χιόνι; Δεν θα οσμιζόμουν τη βρωμερή παρουσία σου;»
Ύψωσε το μαχαίρι, με λεπίδα πλέον ερυθρή, στο λαιμό της.
«Ο πατέρας, σου άφησε ένα βασίλειο, άσε τη Λαούτ ήσυχη! Πόσες φορές ακόμα θα πρέπει να σε σκοτώσω;» την κοίταξε γεμάτη μίσος και περίμενε την κίνηση της.

«Μου πήρες τα πάντα, καιρός είναι να πάρω ότι δικαιωματικά μου ανήκει. Περίμενα αιώνες αυτή τη στιγμή και τώρα τίποτα δεν με σταματάει.»
Η αφέντρα της Λαούτ χαμογέλασε με ένα ύφος απόλαυσης για τον πόνο που της είχε προξενήσει κάποτε.
«Πάντα ξεροκέφαλη και αντιδραστική. Ακόμα ψάχνεις τον γιο που έχασες;»
«Δεν τον έχασα, εσύ τον έχεις παγιδευμένο. Εσύ τον εξαφάνισες βάζοντας τον μέσα στη ντουλάπα. Έχω ψάξει σε όλες τις ηπείρους, ταξίδεψα στο παρελθόν, στο μέλλον, αλλά τίποτα. Όμως με τα τόσα χρόνια, περιπλανώμενη, έγινα πολύ πιο δυνατή από σένα, και δεν σε φοβάμαι πια.»
Ένας μωβ καπνός βγήκε από τα χέρια της και ξαφνικά οι στρατιώτες και προστάτες της Αφέντρας της Λαούτ, έπεσαν λιπόθυμοι στο πάτωμα. Χιονοθύελλα ξεκίνησε από μακριά, έτοιμη να μην αφήσει τίποτα στο πέρασμα της.
Ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε, κουρασμένη και ξεψυχισμένη.
«Εγώ ξέρω που είναι ο γιος σου»
Οι δύο Αφέντρες γύρισαν ταυτόχρονα προς τη μεριά της γνώριμης αυτής φωνής.
«Πατέρα… Μα… Είσαι ζωντανός;»
«Άλ’μα και Μάγκ’να», αποκρίθηκε ο βασιλιάς. «Αγαπημένες μου κόρες. Προσπάθησα τόσο πολύ να σας απομακρύνω. Κατέκτησα ολόκληρο βασίλειο για να σας μοιράσω ισάξια την περιουσία μου. Αλλά είστε άπληστες και αχόρταγες. Σκηνοθέτησα τον θάνατό μου για να μεγαλώσω τον εγγονό μου με αρχές. Για να μαζέψω τη δύναμη ώστε να σας σταματήσω. Αφέντρα Άλ’μα», απευθύνθηκε προς τη νεότερη.

«Ξέρω πολύ καλά την προφητεία που σε οδήγησε εδώ. «Στα χρόνια του απόλυτου μαρασμού, στην εισπνοή του χειμώνα, θα επιστρέψει άνδρας αυτός που χάθηκε παιδί. Αν κυβερνήσει δίκαια η γη θα ευημερήσει. Αν κυβερνήσει άτιμα θ’ ανοίξει να τον καταπιεί.» Γι’ αυτό κι εγώ αναγκάστηκα να πάρω μαζί μου τον Ντέν’καρ. Η ντουλάπα τον οδήγησε στο κρυσφήγετό μου. Δεν ήθελα να τον διαφθείρεις. Δεν ήθελα να γίνει πιόνι στο διαβολικό παιχνίδι που παίζετε με την αδερφή σου. Αφέντρα Μάγκ’να», στράφηκε προς τη βασίλισσα της Λαούτ. «Ο λαός έχει δυστυχήσει από τις επιπολαιότητές σας. Έχω ήδη κλειδώσει τον χρόνο. Είστε παγιδευμένες στο παρόν. Είμαι γέρος και αδύναμος, αλλά έχω αρκετό κουράγιο για να βάλω τέλος σε αυτή τη διαμάχη», είπε και χτύπησε τα δύο του χέρια στο έδαφος.⠀
«Εσύ είχες τον γιο μου τόσα χρόνια;» ούρλιαξε η Άλ’μα. «Πότε θα τον δω;»
«Αυτό θα το κρίνω εγώ», απάντησε αυστηρά ο Βασιλιάς. «Μόνο εγώ μπορώ να τον φέρω πίσω.»
«Φερ’ τον!», φώναξε απειλητικά ενώ τα μάτια της πετούσαν σπίθες. «ΦΕΡ’ΤΟΝ! Αλλιώς… «
Η Άλ’μα έβγαλε από το φόρεμα της το ένα κέρατο του Άγκ’θαρ. Τα είχε πάρει μαζί της.
«…Αλλιώς θα σε σκοτώσω με αυτό», είπε σηκώνοντας το στον αέρα.
Ο Βασιλιάς γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε το μυτερό αντικείμενο υπνωτισμένος.
«Που το βρήκες αυτό;», ρώτησε έκπληκτος.
Σιωπή.
«Έχεις και το δεύτερο;»
Η Άλ’μα έβγαλε και το δεύτερο κέρατο διστακτικά.
«Ναι, το έχω. Γιατί; Θέλω τον γιο μου.»
«Απίστευτο.», αποκρίθηκε ο Βασιλιάς.

Και τότε η γη άρχισε να τρέμει. Οι τοίχοι κατέρρευσαν. Το χιόνι μπήκε βίαια από τα χαλάσματα. Το παράθυρο έτρεμε, έτοιμο να σπάσει σαν κάποιος μέσα από αυτό προσπαθούσε να βγει έξω.
«Αυτό αλλάζει όλη την προφητεία…», είπε ο Βασιλιάς.
Και αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.
Το παράθυρο έσπασε μία ριπή ανέμου και τότε η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
«Μητέρα!»
Η Αφέντρα του Χιονιού έμεινε ακίνητη. Το αίμα του Βασιλιά πότιζε το έδαφος. Τα φλόγινα φτερά της Μάγκ’να την έφεραν πάνω από το πτώμα του. Τότε το πιστό του τοτέμ – αγγελιαφόρος που μέχρι τότε καθόταν στον ώμο του και τον ενημέρωνε τόσα χρόνια για όλα, εγκατέλειψε για πρώτη φορά το πλευρό του και χάθηκε στη λίμνη. Εκείνη έβγαλε βιαστικά το κρυστάλλινο ξίφος από τη θήκη του.
«Ντέν’καρ; Επιτέλους!»
Τα μάτια του νεαρού μάγου έγιναν λευκά. Το πρόσωπό του συσπάστηκε στη θέα του νεκρού.
«Τι έκανες;» Απαίτησε.
«Γιε μου… Αυτός μας είχε χωρίσει. Δεν του άξιζε να μας ακολουθήσει στη Βασιλεία μας.»
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Ντέν’καρ άπλωσε το χέρι του και η Άλ’μα προσέκρουσε στον τοίχο. Η Μάγκ’να του επιτέθηκε με το ξίφος. Εκείνος με μία άλλη κίνηση παλούκωσε τα φτερά της.
«Διέλυσες την οικογένεια μας. Σκότωσες τον πατέρα μου, τον Φέντερ, μόλις γεννήθηκα. Προσπάθησες να με γεμίσεις με σκοτάδι. Και όλα αυτά για να πάρεις το βασίλειο από την αδερφή σου. Κι εσύ,» γύρισε στην Μάγκ’να, «έπνιξες με τα ίδια σου τα χέρια την αδερφή σας την Αράντια, την Αφέντρα της Ισορροπίας. Για να κερδίσετε τι; Τον κόσμο; Τις ψυχές των αθώων που θρέφουν τη μαγεία σας; Δεν σας αξίζει αυτός ο κόσμος. Σας αξίζει μόνο το τέλος. Η προφητεία θα πραγματοποιηθεί. Όμως το τέλος θα έρθει για όλους μας, κι όχι όπως το είπαν οι ιερείς σας.»
«Όχι! Ντέν’καρ…,» προσπάθησε να πει η Άλ’μα.
Εκείνος δε την άκουσε. Άνοιξε τα χέρια του. Τα δύο κέρατα διαπέρασαν τις καρδιές των γυναικών. Ούρλιαξαν και πήραν την δαιμονική μορφή τους. Τα κέρατα του Άγκ’θαρ, του Φαύνου Φύλακα της Πύλης του Κόσμου, ήταν το μόνο όπλο που μπορούσε να σκοτώσει τη Βασιλική γενιά. Η μαγεία τους προερχόταν από την Καρδιά του Κόσμου και μόνο αυτή είχε τέτοια δύναμη.
«Όλα θ’ αρχίσουν από την αρχή.»

Εισέπνευσε καθώς κάλεσε πίσω τα κέρατα να διαπεράσουν τώρα το δικό του κορμί. Φτερά αγγέλου βγήκαν από την πλάτη του. Έλαμψαν δυνατά και το φως τους κάλυψε το σκοτάδι που έβγαινε από τα κορμιά των δύο δαιμόνων.
Το σκοτάδι του ζοφερού τους Κόσμου.
Το Κενό βασίλεψε.
Για λίγο.
Και τότε η πρώτη ανατολή χάιδεψε τον κόσμο.
Και πάλι.
------
*ΤΕΛΟΣ*

Share this PostPin ThisShare on Google PlusEmail This

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © by Jiubilo. All rights reserved. Powered by Blogger. Designed by El Design